Ένα δημόσιο Ταξιδιωτικό Γραφείο (Greek only!)
Ένα πειραματικό μικροαφήγημα και μια νοσταλγία των παιδικών χρόνων. Ω, οι κόσμοι που ανοίγονταν μπροστά σου!
Η βιβλιοθήκη μόλις είχε ανοίξει. Όμως δεν υπήρχε κάποιος τρόπος ο Κύριος Μπλε να είναι απολύτως σίγουρος για αυτό. Αυτό ήξερε, γιατί αυτό έγραφε η λιγοσέλιδη εφημερίδα που είχε αγοράσει λίγο πιο κάτω από τον πάγκο ενός βλοσυρού νεαρού. Αστείο πράγμα ο χρόνος και οι άνθρωποι, σκέφτηκε. Αριθμοί, σε μια σειρά που κάποιοι αποφάσισαν διοικούν χειραψίες, χαμόγελα, συναισθήματα ακόμα και ήχους. Δεν υπήρχε κάποιος λόγος να βιάζεται, το αφεντικό του θα αργούσε σίγουρα καμιά ώρα τουλάχιστον. Δεν τον θεωρούσε ενοχλητικό, του είχε συμπεριφερθεί πολύ καλά από την αρχή της συνεργασίας τους. Ήταν όμως εκείνο το αδιόρατο αίσθημα καχυποψίας που δεν μπορούσε να τον αφήσει σε ησυχία. Είναι γεγονός πως ανέκαθεν η σχέση εργοδότη – εργαζόμενου έκρυβε μια σιωπηρή αντιπαλότητα, διαμορφώνοντας τις σχέσεις τους δίχως ιδιαίτερη έμφαση στην προσωπικότητα του καθενός. Βέβαια ο Κύριος Μπλε δεν μπορούσε να το γνωρίζει αυτό, ήταν σκέψεις βαθιά κρυμμένες πίσω από το πατροπαράδοτο οικογενειακό περιβάλλον που ο ίδιος είχε μεγαλώσει. Ο πατέρας του, διευθυντής μιας μικρής τράπεζας απολάμβανε το σεβασμό και τη προσοχή των λιγοστών υπαλλήλων του. Ήταν άνθρωπος παλαιών αρχών, και με τρόπο ανάλογο θέλησε να μεγαλώσει τα παιδιά του. Δεν ήταν όμως και οπισθοδρομικός. Ήξερε ότι o κόσμος συνεχώς αλλάζει και με τον ξαφνικό θάνατο της γυναίκας του, ο υιός του δεν θα προστατευόταν για πάντα από τις ανησυχίες ενός απλού πατέρα. Έτσι, στην ηλικία των δεκαεπτά ο Κύριος Μπλε θα ταξίδευε πάνω από την κόκκινη λιμνοθάλασσα με προορισμό τη μεγάλη Πρωτεύουσα για να διδαχθεί τη δύσκολη τέχνη της υποκριτικής.
Ακόμα χαμογελούσε πονηρά μέσα του όταν σκεφτόταν την αντίδραση του πατέρα του το πρωινό που ανακοίνωσε την απόφαση του. Δεν είπε τίποτα, συνέχισε να διαβάζει την εφημερίδα του δήθεν συγκεντρωμένος σε κάποιο επίκαιρο πολιτικό άρθρο. Σηκώθηκε αργά, φόρεσε το καφέ σακάκι του όπως έκανε κάθε πρωί και κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα. Το στραβό χαμόγελο στο πρόσωπο του πατέρα του εμφανίστηκε τόσο στιγμιαία, που για λίγα δευτερόλεπτα πίστεψε ότι ήταν δημιούργημα της φαντασίας του. Ποτέ του δεν έμαθε τι ακριβώς σκεφτόταν, αλλά το μόνο σίγουρο ήταν ότι αποδέχθηκε την επιλογή του. Την επόμενη μέρα ο πατέρας του τον πήγε στο ράφτη της γειτονιάς· θα αγόραζε το πρώτο του σακάκι. Σκούρο καφέ, με ανεπαίσθητες ρίγες στα μανίκια και μεταξωτή φόδρα. Ήταν ένα δώρο αποχαιρετισμού, μια προσπάθεια έκφρασης όσων ενδεχόμενος δεν μπορούσαν να προσεγγίσουν οι λέξεις. Υπήρχε δύναμη ανάμεσα στα πράγματα και το χαρακτήρα που συμβολίζουν, και ο πατέρας του το γνώριζε καλά.
Πίσω στη πολύβουη Πρωτεύουσα ο κύριος Μπλε συνέχισε να περπατάει κατά μήκος της κίτρινης λεωφόρου. Παρά τη ρυμοτομική δομή της ,η πόλη είχε καταφέρει να κρατήσει μια αίγλη οργανικής τυχαιότητας, με τα στενά δρομάκια και τους ξύλινους πάγκους γεμάτους εμπορεύματα να προσπαθούν να δελεάσουν τους βιαστικούς περαστικούς. Έκανε αρκετό κρύο για την εποχή εκείνη και παρά την πρωινή καλοκαιρία, είχε αποφασίσει να φορέσει το παλτό του πάνω από το σκούρο καφέ σακάκι. Άνοιξε το βήμα του, προσπερνώντας δυο μεσήλικες κυρίες και έστριψε δεξιά δίπλα από ένα ταλαιπωρημένο νεοκλασικό. Η βιβλιοθήκη δέσποζε στο τέλος του δρόμου ανάμεσα από τα γκρίζα κτίρια. Πλησιάζοντας την είσοδο ο Κύριος Μπλε παρατήρησε ένα μαύρο ακριβό αμάξι παρκαρισμένο δίπλα από το πεζοδρόμιο. Ήταν ίδιο με αυτό που το αφεντικό του είχε αγοράσει πρόσφατα στον εαυτό του ως δώρο γενεθλίων. Παράξενος κόσμος, σκέφτηκε. Άφησε το παλτό του σε ένα καλοσυνάτο γκριζομάλλη υπάλληλο στη γκαρνταρόμπα δίπλα από την είσοδο και κατευθύνθηκε προς τη κεντρική αίθουσα. Ένας μεγάλος ενιαίος χώρος με γυάλινη οροφή, σκουρόχρωμους τοίχους και χαμηλό φωτισμό εμφανίστηκε μπροστά του. Δίπλα από τις μεγάλες ξύλινες βιβλιοθήκες είχαν τοποθετηθεί τα αναγνωστήρια, διαιρώντας το χώρο σε επιμέρους διαδρόμους ανάμεσα τους. Ο κύριος Μπλε αναρωτήθηκε γιατί κάποιος θα επίλεγε ένα τέτοιο χώρο για μια επαγγελματική συνάντηση πόσο μάλλον το αφεντικό του, που είχε σχεδόν καθιερώσει τουλάχιστον μια καθημερινή λογομαχία με κάποιον από τους πολλούς εργαζομένους του. Περπάτησε κατά μήκος της δεξιάς πτέρυγας, προσπερνώντας ένα σοβαροφανή Κύριο και κάθισε νωχελικά σε ένα από τα γωνιακά τραπέζια. Ίσως κάποια υποσυνείδητη δύναμη τον ώθησε στη συγκεκριμένη θέση, δημιουργώντας μια εποπτική γωνιά. Άρχισε να παρατηρεί το χώρο. Παρά την πρωινή ώρα, σχεδόν όλα τα αναγνωστήρια ήταν άδεια με τις μοναδικές εξαιρέσεις να είναι ο κύριος Μπλε, ο σοβαροφανής Κύριος και δυο νεαρές κοπέλες (πιθανόν φοιτήτριες). Επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Μπορούσες να ακούσεις το σύρσιμο ενός παπουτσιού πάνω στο ξύλινο πάτωμα ή ακόμα και το ανεπαίσθητο θρόισμα των σελίδων από τις νευρικές κινήσεις των δυο νεαρών γυναικών. Παρά την προσεκτικό σχεδιασμό της αίθουσας ήταν ξεκάθαρο ότι τα καλοριφέρ ήταν ανάμενα για αρκετή ώρα. Ο κύριος Μπλε έβγαλε το καφέ σακάκι του και το τοποθέτησε προσεκτικά στην πλάτη της καρέκλας. Κοιτώντας γύρω του πρόσεξε μια στοίβα βιβλίων κατακόρυφα τοποθετημένων στο διπλανό τραπέζι. Αμέσως αναγνώρισε δυο βιβλία από τα σχολικά του χρόνια. Ήταν μια λογοτεχνική στοίβα. Περίεργο πράγμα η λογοτεχνία, σκέφτηκε. Σου υπόσχεται πολλά, με απαλά επιλεγμένες λέξεις να δίνουν το έναυσμα για σκέψεις πέρα από κάθε φαντασία. Ποτέ κανείς δεν τόλμησε να κοιτάξει μέσα σε επικίνδυνες στοές, να εξερευνήσει απότομα φαράγγια με τη καταρρακτώδη βροχή να αποφασίζει για το κάθε επόμενο βήμα σου. Και να που κάποια σύμβολα, παράλογα διατεταγμένα πάνω σε ένα άσπρο πλαίσιο ξεκλειδώνουν κάθε δυνατή και απαγορευμένη σκέψη. Μπορείς να ταξιδέψεις χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, γνωρίζοντας ανθρώπους που ποτέ σου δεν θα φανταζόσουν ότι μπορούσαν να υπάρξουν! Όμορφο πράγμα τα βιβλία. Ένα πράγμα τόσο μικρό να σε κάνει να νιώθεις πράγματα που δεν μπορούν να αποδοθούν σε μια ρεαλιστική κλίμακα. Πόσο ωραίο θα ήταν να υπήρχε ένας χώρος στον οποίο θα μπορούσες να αναζητήσεις όποιο βιβλίο ήθελες! Να αφεθείς σε έναν κόσμο διαφορετικό, όχι τόσο αλλιώτικο από το πραγματικό, αλλά με τις μικρές του ιδιαιτερότητες να σε οδηγούν σε μυστήρια μονοπάτια. Ο χώρος αυτός θα έπρεπε να είναι προσεκτικά σχεδιασμένος, είναι δικαίωμα του καθενός να ονειρεύεται και να διαβάζει. Ένας χώρος όχι για τους λίγους, αλλά για αυτούς που αποζητούν κάτι διαφορετικό από το τώρα και το αύριο για μια στιγμή. Ένα δημόσιο ταξιδιωτικό γραφείο. Ο Κύριος Μπλε σηκώθηκε αργά και κατευθύνθηκε προς την στοίβα με ανέκφραστο βλέμμα. Η βιβλιοθήκη μόλις είχε ανοίξει.
Καλές αναμνήσεις εύχομαι! :)